- προσαναπίπτω
- Α1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»].
Dictionary of Greek. 2013.